μονανθής

μονανθής
-ές
1. (για φυτά) αυτός που έχει ένα μόνο άνθος
2. το ουδ. ως ουσ. το μονανθές
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κρασσουλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* -ανθής < άνθος), πρβλ. χρυσ-ανθής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… …   Dictionary of Greek

  • πιρόλα — (pirola). Φυτό μικρό της οικογένειας των πυρολιδών. Αριθμεί 20 περίπου είδη. Είναι πόες πολυετείς, χαμηλές, με μακρύ ρίζωμα, με φύλλα παράρριζα, ακέραια ή οδοντωτά και αειθαλή. Τα άνθη τους είναι λευκά, κόκκινα ή κιτρινωπά και ο καρπός τους κάψα …   Dictionary of Greek

  • αβελία — (abelia).Φυλλοβόλοι ή αείφυλλοι θάμνοι της οικογένειας των αιγοκληματιδών ή καπριφολιιδών. Πατρίδα τους είναι οι εύκρατες περιοχές της κεντρικής και ανατολικής Ασίας (Θιβέτ, Κίνα, Κορέα, Ιαπωνία). Δύο είδη κατάγονται από το Μεξικό. Μπορούν να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”