- μονανθής
- -ές1. (για φυτά) αυτός που έχει ένα μόνο άνθος2. το ουδ. ως ουσ. το μονανθέςβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια κρασσουλίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* -ανθής < άνθος), πρβλ. χρυσ-ανθής].
Dictionary of Greek. 2013.